-
1 ανάπτυξη
См. также в других словарях:
έκτρωση — Η τεχνητή πρόωρη αποβολή του εμβρύου από τη μήτρα. Βλ. λ. άμβλωση. * * * η (Α ἔκτρωσις) πρόωρη αποβολή τού εμβρύου από τη μήτρα, αυτόματη ή τεχνητή διακοπή τής εγκυμοσύνης αρχ. άμβλωση, αποβολή, πρόωρη γέννηση … Dictionary of Greek
ακροκεφαλία — Παθολογική παραμόρφωση του κρανίου που προκαλείται από την πρόωρη συνοστέωση ορισμένων ραφών με αποτέλεσμα να αυξάνεται το ύψος του κεφαλιού και να αποκτά το κεφάλι σχήμα πυργοειδές. Η α., που πιθανώς οφείλεται σε ορμονικές διαταραχές,… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
έκλαμψη — η (AM ἔκλαμψις) δυνατή λάμψη, αιφνίδια αναλαμπή αρχ. (για την εφηβική ηλικία) πρόωρη ή γρήγορη ανάπτυξη … Dictionary of Greek
αγουροξύπνημα — το [αγουροξυπνώ] πρόωρη διακοπή τού ύπνου, πρόωρο ξύπνημα … Dictionary of Greek
αγουρόκομμα — το [αγουροκόβω] 1. πρόωρο κόψιμο τών καρπών 2. ο καρπός που κόπηκε από το φυτό προτού ωριμάσει 3. πρόωρη διακοπή ύπνου, το πρόωρο ξύπνημα … Dictionary of Greek
αυτοκτονία — Η πράξη του να αφαιρέσει κανείς μόνος του και με τη θέλησή του τη ζωή του. Αυτό συμβαίνει με μια ορισμένη συχνότητα στους νευρασθενικούς και στους παράφρονες (σε αυτούς που πάσχουν από κατάθλιψη, μελαγχολία, πρόωρη γεροντική άνοια), με ποσοστά… … Dictionary of Greek
γεροντίαση — η η πρόωρη εμφάνιση γεροντικών χαρακτηριστικών η οποία οφείλεται σε θρεπτικές διαταραχές ή ενδοκρινολογικές αιτίες … Dictionary of Greek
δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… … Dictionary of Greek
εγκατάλειψη — (Νομ.). Όρος που χρησιμοποιείται σε πολλούς κλάδους του δικαίου. Στο οικογενειακό δίκαιο, κατά το παρελθόν, η ε. επί διετία της συζυγικής στέγης αποτελούσε λόγο διαζυγίου, ενώ ο Ποινικός Κώδικας τιμωρούσε με φυλάκιση την εγκατάλειψη εγκυμονούσας … Dictionary of Greek
εκτακτοσυστολή — Διαδεδομένη μορφή αρρυθμίας που χαρακτηρίζεται από έκτακτες συστολές της καρδιάς, οι οποίες προκαλούνται από αύξηση της διεγερσιμότητας του μυοκαρδίου σε περιοχές εκτός από αυτές που φυσιολογικά διεγείρονται ηλεκτρικά κατά τον καρδιακό παλμό. Οι… … Dictionary of Greek